- δευτεριάτικος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στη Δευτέρα: Με απέλυσε δευτεριάτικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δευτεριάτικος — η και ια, ο Ι. αυτός που συμβαίνει, ανήκει ή αναφέρεται στη Δευτέρα II. επίρρ. δευτεριάτικα κατά τη Δευτέρα (συνήθως σε εκφράσεις δυσφορίας, «άλλος μπελάς δευτεριάτικα») … Dictionary of Greek
δευτεριάτικα — επίρρ. βλ. δευτεριάτικος … Dictionary of Greek